Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Βελτίωση υποδομών: 35 δισ. ευρώ έως το 2035 χρειάζονται επτά ελληνικά νησιά

Επτά ελληνικά νησιά (Σαντορίνη, Μύκονος, Κρήτη, Ρόδος, Κέρκυρα, Κως, Ζάκυνθος), βρίσκονται ανάμεσα στους 30 κορυφαίους προορισμούς διεθνώς – δίπλα σε εμβληματικά νησιά όπως το Μπαλί και η Χαβάη.

Η διατήρηση αυτής της θέσης εξαρτάται πλέον από την ικανότητά τους να αντέξουν τις αυξανόμενες ροές (τουρίστες), άρα θα χρειαστούν μεγάλες επενδύσεις για βιώσιμες υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, οδικό δίκτυο, ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτρικά δίκτυα κ.ά.), που θα κοστίσουν περίπου 35 δισ. ευρώ έως το 2035, δηλαδή 3,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, σχεδόν διπλάσιες από το μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.

Τα παραπάνω περιλαμβάνονται στη νέα μελέτη με τίτλο «Δρόμοι Περιφερειακής Ανάπτυξης: Ελληνικά Νησιά», από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.

 

 

Δρόμοι Περιφερειακής Ανάπτυξης: Ελληνικά Νησιά

Η Ελλάδα είναι ένας κατεξοχήν νησιωτικός τουριστικός προορισμός, με τα νησιά να φιλοξενούν σχεδόν το ½ των ξένων τουριστών της χώρας και να έχουν διπλασιάσει τις αφίξεις την τελευταία 15ετία, φθάνοντας τα 16 εκατ. το 2024.

Ξεχωρίζουν και σε παγκόσμιο επίπεδο (11% του παγκόσμιου νησιωτικού τουρισμού), με επτά ελληνικά νησιά ανάμεσα στους 30 κορυφαίους προορισμούς διεθνώς – δίπλα σε εμβληματικά νησιά όπως το Μπαλί και η Χαβάη.

Η διατήρηση αυτής της θέσης εξαρτάται πλέον από την ικανότητά τους να αντέξουν τις αυξανόμενες ροές: Mε 33 τουρίστες ανά km² ημερησίως στην αιχμή (έναντι 2 – 3 στην υπόλοιπη Ελλάδα και τη Μεσόγειο), οι υποδομές λειτουργούν ήδη στα όριά τους.

Το ζητούμενο της επόμενης δεκαετίας δεν είναι η αύξηση των αφίξεων, αλλά η ενίσχυση της αξίας ανά επισκέπτη και η εξομάλυνση της εποχικότητας.

Η αύξηση του μεριδίου μη Ευρωπαίων τουριστών από 8% σε 18% έως το 2035 μπορεί να ενισχύσει τη δαπάνη ανά άφιξη κατά 15%, ενώ η στροφή σε νέους προορισμούς και ταξίδια εκτός αιχμής μπορεί να μειώσει τη συγκέντρωση Ιουλίου – Αυγούστου από 42% σε 34%.

Έτσι, οι υποδομές θα αξιοποιούνται πιο αποτελεσματικά και για μεγαλύτερο μέρος του έτους, αυξάνοντας την απόδοση των επενδύσεων.

Η τελευταία 20ετία χαρακτηρίστηκε από επενδύσεις υποδομών ανά κάτοικο αντίστοιχες της ενδοχώρας, παρά το ότι οι ανάγκες των νησιών αυξάνονται έως και 50% το δίμηνο αιχμής και τα κόστη είναι υψηλότερα κατά 15%.

Για να καλυφθεί αυτό το κενό και να εξασφαλιστούν βιώσιμες υποδομές, απαιτούνται επενδύσεις περίπου 35 δισ. ευρώ έως το 2035, δηλαδή 3,5 δισ. ευρώ ετησίως – σχεδόν διπλάσιες από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.

Με τον περιορισμό της εποχικότητας, αυτές οι υποδομές θα μπορούν να αξιοποιούνται άνω του 95% για έξι μήνες το χρόνο, αντί για δύο σήμερα, ενισχύοντας σημαντικά τη βιωσιμότητα της επένδυσης.

Με το παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγουν οι νέες διεθνείς τάσεις, προτεραιότητα είναι η δημιουργία ενός σταθερού και προβλέψιμου χρηματοδοτικού μίγματος.

Πρώτη πηγή είναι οι ίδιοι πόροι: Σήμερα εισπράττονται περίπου 0,4 δισ. ευρώ ετησίως από τέλη διαμονής και κρουαζιέρας – σχεδόν το ήμισυ της πρόσθετης ανάγκης λόγω εποχικής πληθυσμιακής αύξησης.

Το ζητούμενο καταρχάς είναι η θεσμοθέτηση της πλήρους ανταποδοτικότητας (ring-fencing), ώστε τα έσοδα να επενδύονται στις περιοχές προέλευσής τους. Διεθνείς πρακτικές σε Βαλεαρίδες, Βενετία και Σεϋχέλλες δείχνουν πώς η σύνδεση εσόδων με συγκεκριμένα έργα ενισχύει διαφάνεια και λογοδοσία και δημιουργεί περιθώρια αύξησης των πόρων.

Συμπληρωματικά, απαιτείται αξιοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω ΣΔΙΤ και παραχωρήσεων και ευρωπαϊκών και διεθνών πόρων (RRF, ΕΣΠΑ, δάνεια ΕΤΕπ).

Ωστόσο, η πρόκληση δεν είναι μόνο χρηματοδοτική. Χωρίς κατάλληλη αρχιτεκτονική διακυβέρνησης, οι διαθέσιμοι πόροι θα συνεχίσουν να εγκλωβίζονται σε μελέτες και αποσπασματικά σχέδια.

Η σύσταση μιας Εθνικής Αρχής Υποδομών Νησιών, με αρμοδιότητα να συγκεντρώνει πόρους, να ιεραρχεί έργα βάσει δεδομένων και να επιταχύνει την υλοποίηση μέσω fast-track αδειοδοτήσεων, είναι κρίσιμη.

Για να λειτουργήσει όμως αποτελεσματικά, πρέπει να πλαισιωθεί από δύο συμπληρωματικούς πυλώνες:

(i) Καταρχάς, σημαντική είναι η προτεραιότητα που δίνεται για ολοκλήρωση αναπτυξιακών σχεδίων νησιών, με βάση το επικείμενο ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό και

(ii) κατά δεύτερον, απαιτείται ένας μηχανισμός τεχνικής υποστήριξης και παρακολούθησης με ωρίμανση έργων, διαδημοτικά clusters μηχανικών και δείκτες απόδοσης. Παραδείγματα όπως οι Βαλεαρίδες και οι Αζόρες δείχνουν ότι ένα τέτοιο «θεσμικό τρίγωνο» αυξάνει θεαματικά την αποτελεσματικότητα και επιταχύνει την υλοποίηση έργων, με την εφαρμογή του στα ελληνικά νησιά να μπορεί να αποτελέσει πιλότο για το σύνολο των τουριστικών προορισμών της χώρας.

Συνοψίζοντας, οι επενδύσεις στις υποδομές είναι ο καθοριστικός παράγοντας της επόμενης δεκαετίας.

Χωρίς αυτή τη στρατηγική στροφή, η σημερινή επιτυχία θα εξαντληθεί υπό το βάρος ανεπαρκών υποδομών· με αυτήν, οι τουριστικές εισπράξεις μπορούν να αυξηθούν κατά 45% (+5 δισ. ευρώ) και το ΑΕΠ από 24 δισ. ευρώ σε περίπου 30 δισ. ευρώ, με σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε απασχόληση και εξαγωγές.

Το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι οι αφίξεις, αλλά η ικανότητα της Ελλάδας – και πρωτίστως των νησιών της – να διαχειριστούν την επιτυχία τους και να τη μετατρέψουν σε διατηρήσιμο πλεονέκτημα.