Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

Αναβαθμίζεται το αρχαιολογικό μουσείο του Βόλου

​Το Υπουργείο Πολιτισμού, με αφορμή τις ζημιές που προκλήθηκαν, το Σεπτέμβριο του 2023 από την κακοκαιρία «Daniel», στο κτήριο του «Αθανασακείου Μουσείου Βόλου», προχωρεί, με την πολύτιμη δωρεά της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, στην κατασκευή νέου κτηρίου, στον περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου, στο οποίο συγκεντρώνονται πλέον όλες οι υποστηρικτικές και βοηθητικές χρήσεις, στο πλαίσιο της αναβάθμισης των λειτουργιών του και της προσαρμογής του στις σύγχρονες μουσειακές ανάγκες και απαιτήσεις.

 

 

Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου, το οποίο κτίστηκε το 1909 με χρήματα που διέθεσε ο Αλέξιος Αθανασάκης από την Πορταριά τιυ Πηλίου, πρόκειται για ισόγειο, λιθόκτιστο νεοκλασικό κτήριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ. και επτά χώρους έκθεσης, που βρίσκεται στην παραλία, στο πάρκο του Αναύρου.

Είναι ένα από τα παλαιότερα μουσεία της χώρας και μέχρι πρότινος το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας.

Αφορμή και σκοπός της ίδρυσής του υπήρξε η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών ελληνιστικών χρόνων, από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως, στις αρχές του 20ου  αιώνα.

Βασική επιλογή της αρχιτεκτονικής πρότασης είναι η απομάκρυνση των εργοταξιακών οικίσκων και η δημιουργία νέου κτηρίου σε θέση που επιτρέπει τη συνολική και ανεμπόδιστη θέαση του παλαιού κτηρίου – μνημείου, από τον ακάλυπτο χώρο και από τους δύο κεντρικούς δρόμους.

O περιβάλλων χώρος διατηρείται ενιαίος σε δύο επίπεδα, όπως είναι και σήμερα. Το επάνω τμήμα είναι σε επαφή με το Μνημείο και θα παραμείνει με την αρχική χάραξη και σχεδιασμό. Το κάτω αδιαμόρφωτο επίπεδο προορίζεται για υπαίθρια γλυπτοθήκη και χώρο πρασίνου.

Για την τοποθέτηση του νέου κτηρίου στη συγκεκριμένη θέση κατεδαφίζονται όλα τα διάσπαρτα μικροκτίσματα, τα οποία κατασκευάσθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές για να καλύπτουν κυρίως ανάγκες αποθήκευσης και φύλαξης ευρημάτων.

Απομακρύνονται, επίσης, όλα τα κοντέινερ, τα οποία αλλοιώνουν την εικόνα του περιβάλλοντος χώρου του Μουσείου και εμποδίζουν την ανεμπόδιστη θέασή του.

Τα υπάρχοντα βοηθητικά κτίσματα καθώς και τα μεταλλικά κοντέινερ αντικαθίστανται από ένα ισόγειο κτήριο με ημιυπόγειο, υποστηρικτικό των λειτουργιών του Μουσείου.

Η σύνθεση αναπτύσσεται σε τρία διακριτά λειτουργικά τμήματα ενιαίας αρχιτεκτονικής και μορφολογικής αντίληψης και λογικής.

Το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει δύο τομείς, το βορεινό και το μεσαίο τομέα και έχουν σχέση με το κοινό. Ο βορεινός τομέας αναπτύσσεται στο ισόγειο τμήμα του περιλαμβάνει το εκδοτήριο εισιτηρίων, χώρους για φυλακτικό προσωπικό και το πωλητήριο.

Στο περίγραμμα της κάλυψης του ισογείου κατασκευάζεται υπόγειο με τις βοηθητικές, απαιτούμενες από το κτηριολογικό πρόγραμμα χρήσεις, όπως χώροι υγιεινής προσωπικού.

Ο μεσαίος τομέας περιλαμβάνει στο ισόγειο την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και το καφέ – κυλικείο, με δυνατότητα ενοποίησης για εκδηλώσεις μεγαλύτερης κλίμακας.

Στο υπόγειο προβλέπεται χώρος για τις Η/Μ εγκαταστάσεις, αποθήκες και χώροι υγιεινής κοινού. Οι δύο ενότητες χωρίζονται στο επίπεδο του ισογείου με μικρό εσωτερικό αίθριο με φύτευση.

Το δεύτερο τμήμα είναι ισόγειο με ημιυπόγειο και χωροθετείται στο κάτω τμήμα του κτηρίου.

Περιλαμβάνει την ενότητα των εργαστηρίων, των απαιτούμενων αποθηκών καθώς και των γραφείων των ερευνητών και συντηρητών, με την αίθουσα συνεδριάσεων και τη βιβλιοθήκη.

Έχει δυνατότητα εξωτερικής ανεξάρτητης εισόδου, ενώ προβλέπεται και εσωτερική σύνδεση και επικοινωνία μέσω στεγασμένου διαδρόμου, του δευτέρου τμήματος με το πρώτο, στα επίπεδα του ισογείου και υπογείου.

Το τρίτο τμήμα είναι καθ’ ολοκληρία υπόσκαφο, εκμεταλλευόμενο την υψομετρική διαφορά που υπάρχει στις δύο αυλές του συγκροτήματος. Περιλαμβάνει κυρίως αποθηκευτικούς χώρους και τμήμα των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων.

Έχει δυνατότητα απευθείας εισόδου από την κάτω αυλή για την άνετη εξυπηρέτηση της αποθήκευσης, αλλά και εσωτερική σύνδεση με το κυρίως υπόγειο του βασικού κτηρίου.